ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

H χρήση προηγμένων υλικών και τεχνολογιών για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στις επεμβάσεις συντήρησης πολύ συχνά δημιουργεί προβλήματα ασυμβατότητας (φυσικοχημικού και φυσικομηχανικού χαρακτήρα), τόσο σε σχέση με τα ιστορικά υλικά, όσο και με τα ιστορικά δομικά συστήματα.
Αποτέλεσμα αυτής της ασυμβατότητας υλικών και επεμβάσεων συντήρησης είναι:

  • η εμφάνιση νέων τύπων φθοράς, ή/και
  • η αύξηση ρυθμού της επανεμφάνισης της ήδη υπάρχουσας φθοράς των αυθεντικών υλικών,
  • η εξέλιξη των φθορών σε βλάβες,
  • η αλλοίωση του φέροντος συστήματος, καθώς και
  • η εμφάνιση νέου τύπου βλαβών.

Συνέπεια όλων αυτών είναι η μείωση της ανθεκτικότητας των επεμβάσεων στο χρόνο και η παθογένεια του συστήματος υλικών συντήρησης – αυθεντικών υλικών που εξελίσσεται με τρόπο αναντίστρεπτο, οδηγώντας τελικά στη μείωση του χρόνου ζωής των ιστορικών κατασκευών και μνημείων και επομένως στην υποβάθμιση των μνημειακών Αξιών του.
Το ζητούμενο, βάσει αρχών και προκειμένου να αναδειχθούν και να διατηρηθούν οι αξίες των ιστορικών κτιρίων και μνημείων (ιστορικές, καλλιτεχνικές, αρχιτεκτονικές και δομητικές) είναι:

  • Η συμβατότητα υλικών και επεμβάσεων συντήρησης με τα  αυθεντικά υλικά και δομικά συστήματα, με απώτερο σκοπό τη διατήρηση των τελευταίων, ώστε ακόμα και στις περιπτώσεις επανάχρησης να φέρονται οι νέες χρήσεις  με ασφάλεια. Παράλληλα, η λήψη αποφάσεων σχετικά με τα υλικά και τις επεμβάσεις συντήρησης, πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές, κριτήρια και μεθοδολογίες, ώστε να εξασφαλισθεί η αειφορία της κατασκευής.
  • Η αειφορία, δηλαδή η δυνατότητα επίτευξης μέγιστου χρόνου ζωής των επεμβάσεων, καθώς και η δυνατότητα επανεπέμβασης που σημαίνει δυνατότητα αντιστρεψιμότητας των επεμβάσεων.

Πιο συγκεκριμένα, η αειφορία, προϋποθέτει τη συμβατότητα αυθεντικών υλικών-υλικών συντήρησης, όσον αφορά στις φυσικοχημικές και φυσικομηχανικές ιδιότητές τους. Οι ιδιότητες των υλικών συντήρησης διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη της αειφορίας του δομημένου περιβάλλοντος και είναι αυτές που καθορίζουν την ανθεκτικότητα των μνημείων και ιστορικών κατασκευών στο χρόνο.
Παράλληλα, στις περιπτώσεις επανάχρησης ιστορικών κατασκευών, οι κοινωνικές απαιτήσεις για υγεία και ασφάλεια, καθώς και για ποιότητα της εσωτερικής ατμόσφαιρας των κτιρίων, πέρα από το χρόνο ζωής, την ανθεκτικότητα και τη συμβατότητα των υλικών, αναγορεύει σε κριτήριο αειφορίας την «περιβαλλοντική» απόδοση των κτιρίων, όπως αυτή ορίζεται από την ποιότητα των υλικών και ελέγχεται από την ανάλυση του κύκλου ζωής τους.
Είναι προφανές, ότι το προτεινόμενο έργο συμβάλλει καθοριστικά, διαθέτοντας υψηλή προστιθέμενη αξία, αφενός στη διαμόρφωση του εθνικού και του διεθνούς επιστημονικού πεδίου της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και αφετέρου στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της χώρας σε σχέση με την πολιτιστική της κληρονομιά με όρους αειφορίας.